πλοιαρχία

πλοιαρχία
η
1. το αξίωμα ή το έργο του πλοιάρχου.
2. Η περίοδος της υπηρεσίας του πλοιάρχου: Η δική μου πλοιαρχία κάλυψε όλη την πολεμική περίοδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πλοιαρχία — η, Ν 1. το αξίωμα και το έργο τού πλοιάρχου 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είναι κανείς πλοίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοίαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”