- πλοιαρχία
- η1. το αξίωμα ή το έργο του πλοιάρχου.2. Η περίοδος της υπηρεσίας του πλοιάρχου: Η δική μου πλοιαρχία κάλυψε όλη την πολεμική περίοδο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.